THE FIRST GREEK BOOK
BY JOHN WILLIAMS WHITE, PH.D, LL.D., LITT.D.
Professor Of Ancient Greek At Harvard University
This Revision Copyright ©2012 by Shawn Irwin




S782.Present System of ποιέω, do, make

ACTIVE MIDDLE AND PASSIVE
Present Indicative
S. 1 (ποιέω) ποιῶ (ποιέομαι) ποιοῦμαι
2 (ποιέεις) ποιεῖς (ποιέει) ποιεῖ
3 (ποιέει) ποιεῖ (ποιέεται) ποιεῖται
P. 1 (ποιέομεν) ποιοῦμεν (ποιεόμεθα) ποιούμεθα
2 (ποιέετε) ποιεῖτε (ποιέεσθε) ποιεῖσθε
3(ποιέουσι) ποιοῦσι (ποιέονται) ποιοῦνται
D. 2 (ποιέετον) ποιεῖτον (ποιέεσθον) ποιεῖσθον
3 (ποιέετον) ποιεῖτον (ποιέεσθον) ποιεῖσθον
Imperfect Indicative
S. 1 (ἐποίεον) ἐποίουν (ἐποιεόμεν) ἐποιούμην
2 (ἐποίεες) ἐποίεις (ἐποιέου) ἐποιοῦ
3 (ἐποίεε) ἐποίει (ἐποιέετο) ἐποιεῖτο
P. 1 (ἐποιέομεν) ἐποιοῦμεν (ἐποιεόμεθα) ἐποιούμεθα
2 (ἐποιέετε) ἐποιεῖτε (ἐποιέεσθε) ἐποιεῖσθε
3(ἐποίεον) ἐποίουν (ἐποιέοντο) ἐποιοῦντο
D. 2 (ἐποιέετον) ἐποιεῖτον (ἐποιέεσθον) ἐποιεῖσθον
3 (ἐποιεέτην) ἐποιείτην (ἐποιεέσθην) ἐποιείσθην
Present Subjunctive
S. 1 (ποιέω) ποιῶ (ποιέωμαι) ποιῶμι
2 (ποιέῃς) ποιῇς (ποιέῃ) ποιῇ
3 (ποιέῃ) ποιῇ (ποιέηται) ποιῆται
P. 1 (ποιέωμεν) ποιῶμεν (ποιεώμεθα) ποιώμεθα
2(ποιέητε) ποιῆτε (ποιέησθε) ποιῆσθε
3(ποιέωσι) ποιῶσι (ποιέωνται) ποιῶνται
D. 2 (ποιέητον) ποιῆτον (ποιέησθον) ποιῆσθον
3 (ποιέητον) ποιῆτον (ποιέησθον) ποιῆσθον
Present Optative
S. 1 (ποιέοιμι) ποιοῖμι or (ποιεοίην) ποιοίην (ποιεοίμην) ποιοίμην
2 (ποιέοις) ποιοῖς or (ποιεοίης) ποιοίης (ποιέοιο) ποιοῖο
3(ποιέοι) ποιοῖ or (ποιεοίη) ποιοίη (ποιέοιτο) ποιοῖτο
P. 1 (ποιέοιμεν) ποιοῖμεν or (ποιεοίημεν) ποιοίημεν (ποιεοίμεθα) ποιοίμεθα
2(ποιέοιτε) ποιοῖτε or (ποιεοίητε) ποιοίητε (ποιέοισθε) ποιοῖσθε
3(ποιέοιεν) ποιοῖεν or (ποιεοίησαν) ποιόησαν (ποιέοιντο) ποιοῖοντο
D. 2 (ποιέοιτον) ποιοῖτον or (ποιεοίητον) ποιοίητον (ποιέοισθον) ποιοῖσθον
3 (ποιεοίτην) ποιοῖτην or (ποιεοιήτον) ποιοιήτην (ποιεοίσθην) ποιοῖσθην
Present Imperative
S. 2 (ποίεε) ποιεῖ (ποιέου) ποιοῦ
3 (ποιεετω) ποιεῖτω (ποιεέσθω) ποιείσθω
P. 2 (ποιέετε) ποιεῖτε (ποιέεσθε) ποιεῖσθε
3(ποιεόντων) ποιούντων (ποιεέσθων) ποιείσθων
D. 2 (ποιέετον) ποιεῖτον (ποιέεσθον) ποιεῖθον
3(ποιεέτων) ποιείτων (ποιεέσθων) ποιείθων
Infinitive (ποιέειν) ποιεῖν (ποιέεσθαι) ποιεῖσθαι
Participle
Masculine (ποιέων) ποιῶν (ποιεόμενος) ποιούμενος
Feminine (ποιέουσα) ποιοῦσα (ποιεομένη) ποιουμένη
Neuter (ποιέον) ποιοῦν (ποιέομενον) ποιούμενον

End Of Chart

INDEX

HOME

This Revision Copyright ©2012 by Shawn Irwin